στριγγίζω

στριγγίζω
см. στριγγλίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στριγγίζω" в других словарях:

  • στριγγίζω — ΝΜ και στριγκίζω Ν, και οτρεγγίζω Μ στριγγλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρίγξ*, στρίγγα «κουκουβάγια»] …   Dictionary of Greek

  • στριγγλίζω — και στριγκλίζω και στριγλίζω Ν 1. φέρομαι σαν στρίγγλα, είμαι δύστροπος, μοχθηρός 2. κραυγάζω με οξεία και διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα* (βλ. και λ. στριγγίζω, στρίγξ)] …   Dictionary of Greek

  • στριγγός — και στριγκιός, ιά, ιό και στριγκός, ή, ό, Ν (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. στριγγίζω*] …   Dictionary of Greek

  • στριγγλίζω — στριγγλίζω, στρίγγλισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: στριγγλίζω : από το μεσαιωνικό στριγγίζω < αρχ. στριγξ (νυχτοκόρακας). Σύμφωνα με άλλη άποψη, προέρχεται από τη στρίγκλα < λατιν. strigula …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»